Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Κωσταραζινοί ιδιωματισμοί με καταγωγή από την Αρχαία Ελληνική γλώσσα.



Ζβακώνω = Πίνω πολύ. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Βακχεύω(κάνω όργια από τη πολύ μέθη)

Σειουλμανάει = Ακούγεται ελαφρός θόρυβος. Προέρχεται από την αρχαία έκφραση Σείει ομαλά(όταν κάποιος κουνάει κάτι χωρίς να κάνει πολύ θόρυβο)

Ρουπουτώ = Χτυπώ, π.χ. την πόρτα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Ρόπτρον=Επίσπαστρον θύρας(μεταλικό αντεικίμενο προσαρμοσμένο σε εξωτερική θύρα με το ποίον χτυπούν τη πόρτα)

Αδοκιούμαι =Έχω κατά νου. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Δοκώ(πιστεύω, θεωρώ, νομίζω)

Πουκάρ = Η ποσότητα μαλλιού που παίρνουμε από ένα πρόβατο. Προέρχεται από την αρχαία  λέξη Πόκος(το σύνολο του μαλλιού του αμνοερίφιου)

Διαλάζ’ = Αστράφτει. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Διαλάμπω(λάμπω καθ΄ υπερβολή)

Έμπηξε = Έφαγε μέχρι σκασμού. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Πήγνυμι(εισάγω κάτι με πίεση, με το ζόρι)

Έβαξε = Έβαξε όλο το χωριό, διαδώθηκε σ΄όλο το χωριό. Προέρχεται από την αρχαία  λέξη    Βάξις(η φήμη, ως γνωστόν διαδίδεται παντού)

Αρνίθια = Οι κότες. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Όρνιθες.

Μουρός = Ο χαζός. Προέρχεται από την αρχαία λέξη Μωρός(ανόητος, χαζός)


Πηγή: Παλαιό Κωσταράζι (Ιστορία – Λαογραφία) Ιωάννης Θ. Τόλιος

Δεν υπάρχουν σχόλια: