Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Πεπόνια: σπορά φύτεμα καλλιέργεια

 

Οι πεπονιές είναι φυτά μονοετή, ανήκοντα στην οικογένεια των κολοκυνθωδών. Οι βλαστοί των μακραίνουν πολύ και έρπουν ή κάποτε αναρριχώνται. Τα φύλλα είναι σχεδόν στρογγυλά, οδοντωτά ή μη, ολόκληρα ή χωρισμένα σε λοβούς, αναλόγως της ποικιλίας που ανήκουν. Τα άνθη είναι κίτρινα, όχι πολύ μεγάλα. Τα αρσενικά παρουσιάζονται στην αρχή, συνήθως 3-4 μαζί, τα δε θηλυκά συνοδεύονται στη βάση τους με μεγάλη ωοθήκη. Δηλαδή είναι φυτά μονόοικα, όπως συμβαίνει στις κολοκυθιές και τις αγγουριές. Οι καρποί λαμβάνουν διάφορο μέγεθος, σχήμα, χρώμα και άρωμα. Γίνονται σφαιρικοί, μακρουλοί, κυλινδρικοί κλπ., με φλοιό ομαλό, ρυτιδωμένο, αυλακωτό, λείο η γυαλιστερό και με χρώμα διάφορο, ήτοι κίτρινο, γκρίζο, πορτοκαλί, πρασινωπό ή παρδαλό.

Τα πεπόνια, ως φρούτα επιτραπέζια, αποτελούν υπέροχο φυσικό γλύκισμα και το κοινότερο άλλα και συμπαθέστερο στην κατανάλωση.
Η καλλιέργεια των πεπονιών απαιτεί μεγάλες και ανοικτές εκτάσεις. Επιτυγχάνει ως ποτιστική και ξερική, αρκεί να εύρη τα κατάλληλα χώματα. Για ποτιστική καλλιέργεια, ως καλύτερα εδάφη πρέπει να θεωρούνται τα ελαφρά και στραγγερά, στις προσχώσεις, στα παραποτάμια και παραλίμνια μέρη και γενικώς όσα δεν συγκρατούν πολύ υγρασία. Γ ια ξερική καλλιέργεια, εξ άλλου, πρέπει να είναι πιο σφικτά, δροσερά και να διατηρούν υγρασία καθ’ όλη την καλοκαιρινή περίοδο. Ως τόσο τα πολύ αργιλώδη εδάφη δίδουν κατώτερα προϊόντα και ελάχιστα διατηρήσιμα, ενώ τα αμμουδερά παράγουν ίσως λιγότερα αλλά γλυκύτερα και αρωματωδέστερα. Πάντως ή ξερική καλλιέργεια επιτυγχάνει μόνο σε εδάφη βαθειά και γόνιμα με κατάλληλες και ανάλογες λιπάνσεις. Η κοπριά αποτελεί το καλύτερο λίπασμα, πρέπει δμως νά δίδεται τελείως χωνευμένη και να είναι καλής ποιότητος. Όταν είναι σκέτη, απαιτούνται 2-3000 οκ. στο στρέμμα μαζί δε με χημικά λιπάσματα, μπορεί να περιοριστεί σε 1500-2000 οκάδ., αναλόγως του εδάφους και της προηγουμένης καλλιέργειας. Το κόπρισμα γίνεται στα σκορπιστά σ’ όλη την έκταση όπου γυρίζεται με το σκάψιμο, είτε χάριν οικονομίας, μέσα στους λάκκους. Μεταξύ των χημικών λιπασμάτων, δίδουν πολύ καλά αποτελέσματα οι τύποι 6-8 -8 η 4-10-10 σε ποσό 60-80 οκάδ. στο στρέμμα σκέτα ή 20-30 οκ. για συμπλήρωση της κοπριάς. Η χρήση των χημικών λιπασμάτων είναι αξιοσύστατος, κυρίως, σε ποτιστικές καλλιέργειες και σε εδάφη που έχουν οργανικές ουσίες (χουμώδη).
Η προετοιμασία του εδάφους συνίσταται 2-4 οργώματα και σ’ ανάλογα σβαρνίσματα ώστε η γη να ψιλοχωματιστεί εντελώς. Η εργασία αυτή κανονίζεται, πάντως, από την κατάσταση του εδάφους, στην οποία τ’ αφήνει η προ κάτοχος καλλιέργεια.
Για συνήθη ανοικτή καλλιέργεια, η σπορά των πεπονιών γίνεται απ' ευθείας επί τόπου, κατά Μάρτιο έως τον Μάιο, αφού περάσει ο κίνδυνος από τις ανοιξιάτικες παγωνιές.
Για τον σκοπό αυτό ανοίγονται λάκκοι βάθους και πλάτους 35-40 πόντους, κατά γραμμές 1,5-2 μ. η μία της άλλης, και επ’ αυτών σε διαστήματα 1-1,20 μ, περίπου. Εντός των λάκκων, κατόπιν, ρίχνονται 2-3 φτυαριές κοπριά χωνευμένη, η οποία ανακατεύεται καλά με το χώμα, ώστε, στην επιφάνεια αυτών να σχηματίζονται χαμηλοί σωροί. Κατά τη στιγμή της σποράς, γύρω στο κάθε σωρό τοποθετούνται 3-5 σπόροι και σκεπάζονται σε βάθος 3-4 πόντους, το πολύ. Εννοείται, ότι το χώμα πρέπει να βρίσκεται στο ρώγο του, δηλαδή, να έχει μιά σχετική υγρασία.

Μετά τη βλάστηση, από τα νεαρά φυτά, διαλέγονται και διατηρούνται 2-3, τα πιο ζωηρά, τα δε υπόλοιπα απομακρύνονται. Στη πρώτη αυτή περίοδο, εάν τις νύχτες κάνει πολύ κρύο ή τις ήμερες ήλιο καυτερό, πρέπει, τα τρυφερά ακόμη φυτά, να σκεπάζονται και
να προφυλάσσονται με λίγα χόρτα η χάρτινα χωνιά. Καθ’ όσο η βλάστηση προχωρεί πρέπει να γίνονται διαδοχικώς 2-3 σκαλίσματα με ελαφρό παράχωμα των φυτών, ενώ συγχρόνως οι βραχίονες αυτών να τακτοποιούνται στη καταλληλότερη θέση.
προκειμένου, για ποτιστική καλλιέργεια, τα ποτιστικά αυλάκια πρέπει να γίνονται μακρύτερα από τις ρίζες 25-30 πόντους, από τη μία πλευρά και παράλληλα για όλες τις σειρές. Τότε οι βραχίονες των φυτών πρέπει να τακτοποιούνται προς την άλλη κατεύθυνση.
Τα ποτίσματα στη καλλιέργεια των πεπονιών πρέπει να είναι περιορισμένα, ιδίως μετά την καρποφορία και πάντοτε με λίγο νερό.
Στους δροσερούς τόπους η καλλιέργεια προτιμάται ξερική εντελώς, στους δε πολύ υγρούς δεν επιτυγχάνει, παρά επάνω σε λωρίδες ή βραγιές, στις οποίες το χώμα μαζεύεται σε σωρούς ή αναχώματα.
Για εντατική και πολύ πρώιμη καλλιέργεια πεπονιών η σπορά γίνεται κατόπιν προβλαστήσεως, κατά Φεβρουάριο-Μάρτιο σε θερμοσπορεία, επί κοπροχώματος σε αποστάσεις 7-8 πόντους ή σε γλαστράκια 6-7 πόντων διαμέτρου. Όταν γίνει η βλάστηση και τα νέα φυτά αποκτήσουν  3-4 φύλλα, τότε κορυφολογούντε επάνω από τα 2 φύλλα της βάσεως (όχι των κοτυληδόνων), γ ια να δώσουν νέους βλαστούς στα πλάγια. Μετά 5-6 ημέρες μεταφυτεύονται σε άλλα θερμοσπορεία χλιαρά, σε μεγαλύτερες αποστάσεις 15-20 πόντους ή σε μεγαλύτερα γλαστράκια.  Η μεταφύτευση πρέπει να γίνεται πάντοτε με το χώμα τους. Όταν οι νέοι βλαστοί, οι οποίοι προέρχονται από το προηγούμενο κλάδευμα αποκτήσουν 5-6 φύλλα, κόπτονται και αυτοί με τη σειρά τους, επάνω από 4ο φύλλο, για ν’ αναπτυχθεί η τρίτη γενεά βλαστών, επί των οποίων και θ’ αρχίσει η καρποφορία. Το κλάδευμα αυτό γίνεται με το νύχι η με μικρό ψαλιδάκι, έχει δε σκοπό την επίσπευση της ανθήσεως των θηλυκών λουλουδιών, τα οποία παρουσιάζονται μόνο επί των βλαστών της τρίτης γενεάς. Για αρσενικά εμφανίζονται στους βλαστούς της δεύτερης. Μετά το δεύτερο αυτό κλάδευμα τα φυτά, όπως ευρίσκονται, μεταφυτεύονται πλέον στην οριστική τους θέση, δηλαδή, στους προετοιμασμένους λάκκους. Οι κατόπιν εργασίες αποτελούνται από τα αναγκαία ποτίσματα και 2-3 σκαλίσματα, όπως έγινε λόγος για την ελεύθερη καλλιέργεια.
Πολλοί κηπουροί εξακολουθούν να διατηρούν τα φυτά μέσα σε σειρές ή θερμοκήπια, για πολύ πρώιμη παραγωγή, αλλά το σύστημα τούτο δεν είναι, ίσως, συμφέρον για τις αγορές μας.
Σε όλες τις περιπτώσεις, μετά την καρποφορία, δεν πρέπει να αφήνονται, περισσότερα από 2-3 πεπόνια, κάθε ρίζα, προς το σκοπό να γίνονται μεγαλύτερα και πρωϊμώτερα. Για αυτό άμα δέσουν οι καρποί και αποκτήσουν το μέγεθος αυγού, πρέπει να διαλέγονται οι πλησιέστεροι στους πρώτους κλάδους και να διατηρούνται, οι υπόλοιποι δε να αφαιρούνται, συνεχώς, όταν παρουσιάζονται.
Όταν τα πεπόνια μεγαλώσουν και αρχίσει η ωρίμανσή τους, πρέπει να γυρίζονται, από καιρό σε καιρό, σε όλες τις πλευρές, ώστε να παίρνουν ομοιόμορφο χρώμα και σχήμα κανονικό σ’ όλο τους το μέγεθος.

Η συγκομιδή, πραγματοποιείται μετά 3-5 μήνες από τη σπορά, αναλόγως των ποικιλιών, του εδάφους, του κλίματος και των τεχνικών μεθόδων της καλλιεργείας. Η ωριμότητα των πεπονιών διακρίνεται από το χρώμα και το τυπικόν άρωμα, η δε ποιότητα από το βάρος. Από απόψεως γεύσεως και αρώματος, θεωρούνται ως καλύτερα τα προερχόμενα από αμμώδη εδάφη ή ξερικές καλλιέργειες και γενικώς όταν ωριμάζουν φυσιολογικώς.
Αμειψισπορά και συγκαλλιέργεια. Τα πεπόνια μπορούν επιτυχώς ν’ ακολουθούν τα ψυχανθή, κουκιά, μπιζέλια, φασόλια, καθώς και τα σκαλιστικά, ιδίως, τις πατάτες, κρεμμύδια κ.α.
Ο συνδυασμός της καλλιέργειας με άλλα φυτά είναι δυνατός, μόνο με σειρές από φασόλια, καλαμπόκι είτε με καρπούζια κλπ.
Ποτέ όμως μαζί με κολοκύθια, γιατί διασταυρώνονται μ’ αυτά και εκφυλίζονται.
Παραγωγή σπόρου. Για την παραγωγή σπόρου εκλεκτού, πρέπει να διατηρούνται τα πεπόνια από τα πρώτα πού ωριμάζουν και κατά προτίμηση, εκείνα πού έχουν κανονικό μέγεθος και σχήμα της ποικιλίας και προπάντων πλούσια και με γλυκιά σάρκα. Οι σπόροι, εξ αυτών πρέπει ν’ αφαιρούνται μετά την τέλεια τους ωρίμανση, δηλαδή, όταν αρχίσουν να σαπίζουν. Κατόπιν πλένονται και αφού στεγνώσουν, διατηρούνται σε μέρος ξηρό, μέχρις ότου χρειασθούν. Ένα δράμι περιέχει 120-140 σπόρους. Η βλαστική των δύναμις διαρκή 4-6 έτη.
Ποικιλίες. Τα πεπόνια έχουν πολυάριθμες ποικιλίες και παραλλαγές, οι οποίες διαρκώς αυξάνονται ένεκα της ευκολίας που διασταυρώνονται και αλλάζουν χαρακτήρες.
Ασθένειες. Οι ποιο σοβαρότερες αρρώστιες των πεπονιών είναι:
Η σήψης των φυτών ή ανθράκνωσης. Οφείλεται σε μικρομύκητα (Colletotrichum oligochaettum ή Scoleotrichum melophtorum) ο οποίος προσβάλλει τους βλαστούς και ιδιαιτέρως τους καρπούς, και σχηματίζει επ’ αυτών μικρές σκούρες βούλες, οι οποίες διαρκώς μεγαλώνουν, βαθουλώνουν και στο τέλος σαπίζουν τα πάσχοντα μέρη. Η αρρώστια αυτή ευνοείται με καιρό πολύ υγρό και ψυχρό ή με τα πολλά ποτίσματα. Δεν υπάρχει τρόπος καταπολεμήσεως αλλά προλαμβάνεται με ραντίσματα βορδιγαλλείου πολτού 1%, τα όποια επαναλαμβάνονται κάθε 10—15 ημέρες.
Ο Περονόσπορος. Είναι, μικρομύκητας, ο οποίος προσβάλλει τα φύλλα της πεπονιάς και σχηματίζει σ’ αυτά βούλες ωχρές, που κατόπιν μαυρίζουν και σκεπάζουν, στη κάτω επιφάνεια τους με ένα χνούδι στακτί ή βιολέ. Τα προσβαλλόμενα φύλλα αργά ή γρήγορα ξηραίνονται. Προλαμβάνονται με ραντίσματα βορδιγαλλείου πολτού 1 % πριν παρουσιασθεί.
Η Μπάστρα ή ωΐδιο. Προσβάλλει ο μύκητας αυτός (Eryciphe Polygoni) τα φύλλα και τους βλαστούς, σχηματίζοντας πάνω σε αυτά μεγάλες βούλες σκεπασμένες με μια σκόνη σταχτιά.  Τα ασθενούσα  φύλλα αργότερα ξηραίνονται. Καταπολεμείται με θειαφίσματα κατά τις βραδινές ώρες.
Το κάψιμο των φύλλων. Προέρχεται από ένα μικρομύκητα (Alternaria Solani ) ο οποίος προσβάλλει τα φύλλα και προξενεί σε αυτά κηλίδες σκούρες, με αποτέλεσμα το τσουρούφιασμα και την αποξήρανση αυτών. Προλαμβάνεται με ραντίσματα βορδιγγαλλείου πολτού 1 %.
Το κλαδοσπόριο. Είναι ένας μικρομύκης (Cladosporium Cucumerinum), ο οποίος προσβάλλει τα στελέχη και τα φύλλα της πεπονιάς, όπου προκαλεί κηλίδες μαυριδερές, βαθουλωτές, σκεπασμένες μ’ ένα χνούδι σκουροελαιώδες. Στους καρπούς οι βούλες αυτές δημιουργούν πραγματικά καρκινώματα με αποτέλεσμα το σάπισμα αυτών. Προλαμβάνεται με βορδιγάλλειο πολτό 1%.
Βλαβερά Έντομα:
Η Μελίγκρα μαύρη. Είναι μικρά ημίπτερα έντομα (Aphis Papaveris), τα οποία προσβάλλουν τα φύλλα και τους νεαρούς βλαστούς της πεπονιάς, επί των οποίων ζουν απομυζώντας τους χυμούς τουν. Πολλαπλασιάζονται με καταπληκτική ταχύτητα. Για αυτό πρέπει να καταπολεμούνται εγκαίρως μόλις παρουσιαστούν, αλλιώς μπορούν να προξενήσουν σημαντικές ζημίες, καταστρέφοντας τελείως ολόκληρες φυτείες. Η καταπολέμησή τους επιτυγχάνεται με ραντίσματα σαπουνάδας σκέτης ή μαζί με καπνοζούμι  5-6 %. Επίσης με Νικοτίνη την οποία διαλύουμε σε δόση 80 δράμια σε 100 οκ. νερό προσθέτοντας συνάμα και 200 δράμια σαπούνι (Νικοτίνη περιεκτ. 40 %).
Ο Αυλακοφόρος (κοινώς Μαρίτσα). Είναι μικρό σκαθάρι κολεόπτερο έντομο (Raphidopalpa Foveicollis) πορτοκαλί, του οποίου το σκουλήκι τρυπάει τις ρίζες και τοyς κορμούς των φυτών, όπου κάνει αυλάκια, με αποτέλεσμα την αποξήρανση αυτών.
Η Επιχνέα. Και αυτή είναι ένα μικρόν έντομο κολεόπτερο, που ομοιάζει πολύ με τη λαμπρίτσα. Αυτό κατατρώει τα φύλλα των μικρών πεπονόφυτων από την κάτω πλευρά και αφήνει μόνο την επιδερμίδα. Κάποτε όμως τρώει και τα νεαρά φυτά.
Η καταπολέμηση και των δύο αυτών εντόμων γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο. Τα ψεκάσματα με αραιό καπνοσαπούνι, δίνουν ικανοποιητικά αποτελέσματα, όταν εκτελούνται εγκαίρως και προσεκτικά.
Πηγή: Πρακτικός οδηγός του λαχανόκηπου-Λάμπρου Οικονομίδου-Αθήναι 1940

http://www.ftiaxno.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: